- Χαίρει
- Χαίριςmasc nom/voc/acc dual (attic epic)Χαίρεϊ , Χαίριςmasc dat sg (epic)Χαίριςmasc dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαίρει — χαίρω rejoice pres ind mp 2nd sg χαίρω rejoice pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
О Тебе радуется — Икона «О Тебе радуется» (XVII век) «О Тебе радуется…» (греч … Википедия
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
Κλότζας, Γεώργιος — (Ηράκλειο Κρήτης, περ. 1540 – 1608). Ζωγράφος. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και ασχολήθηκε κυρίως με τη ζωγραφική εικόνων, τη μικρογραφία και την αντιγραφή κωδίκων. Το τελευταίο χρονολογημένο έργο του είναι του 1609 και βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
AMICI Sponsorum — apud Hebraeos, alias Socii seu Comites, Hebr. Gap desc: Hebrew, iidem cum Paranymphis. Gemara Hierosolymitana. Observavit Rabbi Ioda morem antiquitus in Iudaea obtinuisse, ut constituerentur bini Paranymphi, Socii seu Amici; alter Sponsi, alter… … Hofmann J. Lexicon universale
PARANYMPHUS — cuius mentio in c. Sponsus 23. distinct. ab antiquis Auspex dicebatur; praeerat enim nuptiis celebrandis, in quibus auspicium capere Romani consuevêre, et ideo a Graeeis Paranymphus appellabatur:O ac sicut auspex pro viro; ita pro parte Sponsae… … Hofmann J. Lexicon universale
Κυμοθαλής — Κυμοθαλής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (επίθ. τού Ποσειδώνος) ο πλούσιος σε κύματα, αυτός που έχει αφθονία κυμάτων, που χαίρει για τα πολλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, αμφι θαλής] … Dictionary of Greek
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
καγχαλίζομαι — και καγχῶμαι, άομαι (Α) καγχαλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. καγχαλῶ αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ.: «καγχαλίζεται χαίρει, ἱλαρύνει»] … Dictionary of Greek
παγχαρής — παγχαρής, ές (Α) 1. αυτός που χαροποιεί, που ευφραίνει τους πάντες και τα πάντα 2. γεμάτος από χαρά, αυτός που χαίρει, που ευφραίνεται υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] … Dictionary of Greek